στρατολόγος

στρατολόγος
ο
1) офицер службы призыва; 2) прям. , перен. вербовщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στρατολόγος" в других словарях:

  • στρατολόγος — ο, ΝΜ αξιωματικός ή υπάλληλος ασχολούμενος με τη στρατολογία, με τη συγκέντρωση και κατάταξη στρατευσίμων στον στρατό νεοελλ. μτφ. άτομο που ασχολείται με την προσέλκυση συνεργατών ή οπαδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + λόγος*] …   Dictionary of Greek

  • στρατολόγος — ο αξιωματικός που υπηρετεί στη στρατολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιωτής — κεφαλαιωτής, οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ] στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι αρχ. γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • στρατολόγιον — τὸ, Μ [στρατολόγος] η ενέργεια τού στρατολογώ, συγκέντρωση στρατού …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»